- Ἠιόνας
- Ἠϊόνας , Ἠϊώνmasc acc plἨιόνᾱς , Ἠιόνηfem acc plἨιόνᾱς , Ἠιόνηfem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἠιόνας — ᾐόνᾱς , αἰονάω moisten imperf ind act 2nd sg ἠιών shore fem acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφευρίσκω — (ΑΜ ἐφευρίσκω, Α ιων. τ. ἐπευρίσκω) επινοώ κάτι το νέο, κάτι το άγνωστο, κάνω εφεύρεση (α. «ἐφεῡρε δ ἄστρων μέτρα», Σοφ. β. «ο Έντισον εφεύρε τον ηλεκτρικό λαμπτήρα» γ. «εφευρίσκω τρόπο υπεκφυγής») αρχ. 1. βρίσκω, ανακαλύπτω («εἴ που ἐφεύροι… … Dictionary of Greek
Κίμων — I (περ. 506 – 449 π.Χ.). Αθηναίος πολιτικός και στρατηγός. Ήταν γιος του μαραθωνομάχου Μιλτιάδη και της Ηγησιπύλης, κόρης του βασιλιά της Θράκης. Κατά τα εφηβικά του χρόνια, έζησε πλούσια και άνετη ζωή. Μετά τον θάνατο του πατέρα του βρέθηκε… … Dictionary of Greek